τριακοσιοπλάσιος

τριακοσιοπλάσιος
-α, -ο, Ν
ο τριακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακόσια + πλάσιος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”